- επαινετικός
- η , ό[ν] хвалебный, похвальный;
επαινετική γνώμη — похвальный отзыв;
εκφράστηκε με επαινετικά λόγια... — он отозвался с похвалой..., он высоко оценил...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαινετική γνώμη — похвальный отзыв;
εκφράστηκε με επαινετικά λόγια... — он отозвался с похвалой..., он высоко оценил...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπαινετικός — given to praising masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαινετικός — ή, ό (AM ἐπαινετικός, ή, όν) 1. αυτός που γίνεται για έπαινο 2. αυτός που συνηθίζει να επαινεί, εγκωμιαστικός («επαινετικά λόγια») … Dictionary of Greek
επαινετικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται για έπαινο, που περιέχει έπαινο, εγκωμιαστικός, εξυμνητικός: Επαινετικά σχόλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαινετικά — ἐπαινετικός given to praising neut nom/voc/acc pl ἐπαινετικά̱ , ἐπαινετικός given to praising fem nom/voc/acc dual ἐπαινετικά̱ , ἐπαινετικός given to praising fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετικώτερον — ἐπαινετικός given to praising adverbial comp ἐπαινετικός given to praising masc acc comp sg ἐπαινετικός given to praising neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετικῶν — ἐπαινετικός given to praising fem gen pl ἐπαινετικός given to praising masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετικόν — ἐπαινετικός given to praising masc acc sg ἐπαινετικός given to praising neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετικαί — ἐπαινετικός given to praising fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετικοί — ἐπαινετικός given to praising masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετική — ἐπαινετικός given to praising fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινετικήν — ἐπαινετικός given to praising fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)